- κοντάριον
- κοντάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοντάριον — κοντάριον, τὸ (ΑM) 1. βλ. κοντάρι 2. αστρον. κύριο σημείο τής εκλειπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. κυν άριον, τροπ άριον] … Dictionary of Greek
κονταρίοις — κοντάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονταρίου — κοντάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονταρίων — κοντάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονταρίῳ — κοντάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντάρια — κοντάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кондырь — 1) обшлаг , 2) стоячий воротник (мундира) , с. в. р. Возм., из нем. диал. *Kolder, чаще Koller широкий воротник у мужского и женского платья от лат. соllārе. См. ковнерь, колнерь. Не из греч. κοντάριον острие, копье (вопреки Маценауэру (391)) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Byzantine battle tactics — The Byzantine army evolved from that of the late Roman Empire. The language of the army was still Latin (though later and especially after the 6th century Greek dominates, as Greek became the official language of the entire empire) but it became… … Wikipedia
κοντάρι — το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν) επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. καμάκι αλιευτικό 2. κάθε επιμήκης ράβδος… … Dictionary of Greek
κονταριοθήκη — κονταριοθήκη, ἡ (Α) θήκη δόρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάριον + θήκη (< θήκη), πρβλ. παπουτσο θήκη, ωο θήκη] … Dictionary of Greek